Μπορούν οι δημοσκοπήσεις να αποτελούν το βασικότερο κριτήριο επιλογής υποψηφίων;
Παρά τις όποιες αδυναμίες τους, οι δημοσκοπήσεις αποτελούν κατά γενική ομολογία το πιο αξιόπιστο εργαλείο διερεύνησης των πεποιθήσεων και των προθέσεων της κοινής γνώμης. Ένα πολύτιμο εργαλείο για την πολιτική ηγεσία, τους συμβούλους επικοινωνίας και στρατηγικής, αλλά και για κάθε δρώντα οργανισμό.
Μέσα από την ερευνητική διαδικασία εντοπίζονται, μεταξύ άλλων, τα θέματα και τα στοιχεία που πρέπει να αναδειχθούν, τα μηνύματα που μπορεί να μεταδοθούν, η πρόθεση ψήφου και σε πιο ατομικό επίπεδο η αναγνωρισιμότητα, η δημοτικότητα και η δυναμική κάθε υποψηφίου.
Είναι όμως δόκιμο οι δημοσκοπήσεις να αποτελούν το βασικότερο συστατικό στη διαδικασία επιλογής υποψηφίων ενός πολιτικού κόμματος;
Το ερώτημα μάλλον δεν μπορεί να απαντηθεί με απόλυτο τρόπο, σε μια λογική «άσπρο ή μαύρο» κι αυτό γιατί τα πολιτικά δεδομένα δεν είναι μονοδιάστατα, ούτε αμετάβλητα.
- Λέγεται ότι οι δημοσκοπήσεις αποτελούν φωτογραφία της στιγμής, που αποτυπώνει τις τάσεις συγκεκριμένης πολιτικής περιόδου. Το timing της διεξαγωγής μιας έρευνας, συνεπώς, είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Π.χ. επικρατεί η αντίληψη ότι ο Αβέρωφ Νεοφύτου θα ’πρεπε να είχε λάβει υπόψη τη σειρά δημοσκοπήσεων και τις περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας που του έδιναν, αφού είχε ολοκληρωθεί το παζλ των υποψηφίων για τις Προεδρικές 2023. Η βαρύτητα μιας δημοσκόπησης, ωστόσο, δεν μπορεί να είναι η ίδια εννιά μήνες πριν από μια διπλή εκλογική αναμέτρηση Δημοτικών/Ευρωεκλογών, με το πολιτικό τοπίο τόσο ρευστό.
- Η υψηλή αναγνωρισιμότητα και ο υψηλός δείκτης αποδοχής ενός ενδιαφερόμενου δημιουργούν μεν δυναμική, όμως σε καμιά περίπτωση δεν εγγυώνται τη νίκη. Ούτε εξαργυρώνονται με ψήφο στην κάλπη απαραίτητα. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο πλήρους απαξίωσης πολιτικών θεσμών, παραδοσιακών κομματικών διαδικασιών και θεσμών εκπροσώπησης, κάλλιστα μπορεί κάποιος ενδιαφερόμενος έξω από το πολιτικό παιγνίδι, που εμπνέει τους ψηφοφόρους και κουβαλά αέρα φρεσκάδας, να ανατρέψει τα δεδομένα. Πρόσφατο παράδειγμα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανος Κασσελάκης. Πιο παλιά, είχαμε την περίπτωση του Γιώργου Βασιλείου.
- Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα όταν καταγράφουν τις πιθανότητες εκλεξιμότητας. Με το πολιτικό σκηνικό όμως ακόμη υπό διαμόρφωση, πόσο μπορεί μια έρευνα να αποτυπώσει έστω και με σχετική ακρίβεια την εκλεξιμότητα; Ακόμη και του πιο δημοφιλούς υποψηφίου οι πιθανότητες εξαρτώνται από τους πολιτικούς του αντιπάλους, την προσωπικότητα, τη δυναμική και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, αλλά και το πλαίσιο των κομματικών συνεργασιών που θα προκύψουν. Οποιοσδήποτε υποψήφιος με υψηλή δημοτικότητα μπορεί να χάσει εάν βρει απέναντί του έναν ισχυρό συνασπισμό κομμάτων, έστω με μπροστάρη έναν όχι τόσο δημοφιλή υποψήφιο. Διαφορετικά είναι, περαιτέρω, τα δεδομένα όταν ένα κόμμα οδηγείται σε μια εκλογική μάχη ενωμένο, και αλλιώς είναι όταν δυσαρεστημένοι αντάρτες διεκδικούν απέναντί του, αμφισβητώντας δημόσια αποφάσεις και διαδικασίες.
Στην περίπτωση του ΔΗΣΥ, το ζήτημα δεν είναι ότι κατέφυγε στη μέθοδο των δημοσκοπήσεων για τη λήψη αποφάσεων. Ούτε είναι λάθος το ότι η ηγεσία του κόμματος επιχείρησε να πιάσει τον παλμό της κοινής γνώμης. Είναι γνωστό άλλωστε ότι και οι προηγούμενοι ηγέτες του κόμματος διενεργούσαν δημοσκοπήσεις κατά τη συγκεκριμένη επίμαχη περίοδο. Διαχειρίζονταν ωστόσο εντελώς διαφορετικά τη διαδικασία, εσωτερικά του κόμματος και ευρύτερα (ΜΜΕ, κοινή γνώμη). Ήταν μια διαδικασία που γνώριζε ένας στενός κύκλος και δεν κοινοποιείτο δημόσια ως επίσημη πρακτική. Στην προκειμένη περίπτωση, δημιουργήθηκε η αντίληψη ότι ένα χρήσιμο εργαλείο μετατράπηκε σε μέσο άσκησης πολιτικής και διαχείρισης αντιδράσεων. Δημιουργήθηκε, εσφαλμένα ή όχι, η εντύπωση ότι οι αποφάσεις θα ληφθούν με όρους data αντί πολιτικούς. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνήθηκε η διαδικασία, κατέδειξε μια ατολμία και αδυναμία ανάληψης πολιτικής ευθύνης. Μια διαδικασία που στην παρούσα φάση φαίνεται να αφήνει πίσω της πληγές, δημιουργώντας παράλληλα πιέσεις προς την ηγεσία (ρεπορτάζ, ψίθυροι, αντιδράσεις ‒ κάποιοι ζητούν δεύτερη δημοσκόπηση, άλλοι διαμαρτύρονται γιατί δεν συμπεριλήφθηκε το όνομά τους στη μέτρηση και άλλοι αποχωρούν από τη διαδικασία πυροβολώντας).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολίτες και δημοσκόποι λειτουργούν μέσα στο ίδιο πολιτικό περιβάλλον. Όσο μεγαλώνει ο δείκτης απαξίωσης και η δυσαρέσκεια των πολιτών για τα πολιτικά πράγματα, φυσιολογικά γίνεται πιο δύσκολο και το έργο των δημοσκόπων . Όσο αυξάνονται τα ποσοστά αποχής στις εκλογές, αυξάνεται και η αδιαφορία για τις δημοσκοπήσεις. Προκύπτουν κατ’ επέκταση και μεθοδολογικά ζητήματα σε σχέση με τον εντοπισμό αντιπροσωπευτικού δείγματος, την αδιευκρίνιστη ψήφο/ή και τη σκόπιμη παραπλάνηση.
Παρά τους προβληματισμούς που παρατίθενται, οι δημοσκοπήσεις παραμένουν πολύτιμος συμπαίκτης στην προσπάθεια που καταβάλλεται για επίτευξη συγκεκριμένων πολιτικών στόχων και χάραξη στρατηγικής. Το θέμα είναι ποιες μορφές ερευνών αξιοποιούνται, πώς και πότε διενεργούνται, ποια ερωτήματα θέτουν, καθώς επίσης το αν υπάρχει αντίληψη για τα όρια που υπάρχουν και τα στοιχεία που συνθέτουν το πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό.
Σημειώσεις:
[1] Δύσκολοι καιροί για… δημοσκόπους, ΓΝΩΡΑ Confidential, 2ο τεύχος, 2021
Toυ Χαράλαμπου Ρωσσίδη – Διευθυντή Επικοινωνίας στη ΓΝΩΡΑ Σύμβουλοι Επικοινωνίας
Το άρθρο φιλοξενήθηκε στο 22ο τεύχος του ΓΝΩΡΑ Confidential.
Εγγραφείτε στη λίστα επικοινωνίας του ΓΝΩΡΑ Confidential για να λαμβάνετε πρώτοι το μηνιαίο Newsletter.